- δαιμονολάτρης
- ο (Μ δαιμονολάτρης)όποιος λατρεύει τον δαίμονα ή τους δαίμονεςμσν.ο ειδωλολάτρης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δαιμονολάτρης — ο αυτός που λατρεύει τους δαίμονες, ο σατανιστής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δαιμονιστής — ο [δαιμονίζω] ο δαιμονολάτρης, αυτός που πιστεύει στους δαίμονες 2. όποιος έχει τη συνήθεια να δαιμονίζει ή να ερεθίζει τους άλλους … Dictionary of Greek
δαιμονολατρία — και δαιμονολατρεία, η (Μ δαιμονολατρεία) η λατρεία τών δαιμόνων ή τών πονηρών πνευμάτων μσν. η ειδωλολατρία. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. δαιμονολατρία < δαιμονολάτρης και δαιμονολατρεία < δαίμων + λατρεία] … Dictionary of Greek